οινόχρους

οινόχρους
ουν (ΑΜ οἰνόχρους, -ουν και -οος, -οον, Α και οἰνόχρως, -ωτος, ὁ, ἡ)
αυτός που έχει το χρώμα τού οίνου, ξανθός, κοκκινωπός (α. «τὴν οἰνόχροα τρίχα», σχόλ. στον Ευρ. β. «οἰνόχρωτες καὶ ἐρυθραῑ», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + χρώς, χροός και χρωτός «επιδερμίδα» (πρβλ. λευκόχρους)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση …   Dictionary of Greek

  • οινόχρως — οἰνόχρως, ωτος, ὁ ἡ (Α) βλ. οινόχρους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”